- ἐναντιογνώμων
- ἐναντῐο-γνώμων, ον, gen. ονος, ([etym.] γνώμη)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναντιογνώμων — of contrary opinion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναντιογνώμων — ον (ΑΜ έναντιογνώμων, ον) αυτός που έχει αντίθετη γνώμη, ασύμφωνος, αντίθετος … Dictionary of Greek
ἐναντιογνώμονες — ἐναντιογνώμων of contrary opinion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek